- αψύχραντος
- η , ο [ος , ον ]1) неостывший; неохладевший (о чувствах); 2) неохладевающий, неостывающий;
αψύχραντη φιλία — неохладевающая дружба;
αψύχραντες σχέσεις — тёплые отношения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αψύχραντη φιλία — неохладевающая дружба;
αψύχραντες σχέσεις — тёплые отношения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αψύχραντος — η ο αυτός που δεν έχει ψυχρανθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ψυχραίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στον Μιχ. Σχινά] … Dictionary of Greek
αψύχραντος — η, ο αυτός που δεν ψυχράνθηκε ή δεν ψυχραίνεται: Η φιλία τους χρόνια τώρα ήταν αψύχραντη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)